Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η δυσκολία

См. также в других словарях:

  • δυσκολία — δυσκολίᾱ , δυσκολία discontent fem nom/voc/acc dual δυσκολίᾱ , δυσκολία discontent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολία — και δυσκολιά, η (AM δυσκολία) 1. δυστροπία, παραξενιά 2. δυσχέρεια («δυσκολίες τής ζωής») 3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά βρη δυσκολία», Σολωμ.) νεοελλ. βάσανο, στενοχώρια («τσ δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.) …   Dictionary of Greek

  • δυσκολίᾳ — δυσκολίαι , δυσκολία discontent fem nom/voc pl δυσκολίᾱͅ , δυσκολία discontent fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολία — η δυσχέρεια, εμπόδιο: Η ζωή της ήταν γεμάτη δυσκολίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσκολίας — δυσκολίᾱς , δυσκολία discontent fem acc pl δυσκολίᾱς , δυσκολία discontent fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολίαι — δυσκολία discontent fem nom/voc pl δυσκολίᾱͅ , δυσκολία discontent fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολίαν — δυσκολίᾱν , δυσκολία discontent fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολιῶν — δυσκολία discontent fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκολίαις — δυσκολία discontent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… …   Dictionary of Greek

  • δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»