-
1 δυσκολία
δυσκολίᾱ, δυσκολίαdiscontent: fem nom /voc /acc dualδυσκολίᾱ, δυσκολίαdiscontent: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δυσκολίαι, δυσκολίαdiscontent: fem nom /voc plδυσκολίᾱͅ, δυσκολίαdiscontent: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δυσκολία
-
3 δυσκολια
ἥ1) недовольство, дурное настроение Arph., Plat.2) придирчивость, брюзгливость Plat., Arst.3) затруднение, трудность(δυσκολίας παρέχειν Arst.; πράγματα δυσκολίας ἔχοντα Plut.)
-
4 δυσκολίᾳ
Βλ. λ. δυσκολία -
5 δυσκολία
[дисколиа] ουσ. в. затруднение, трудность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δυσκολία
-
6 δυσκολία
-ας ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Jb 34,30 -
7 δυσκολία
[дисколиа] ουσ θ затруднение, трудность. -
8 δυσκολία
δυσ-κολία, ἡ,II of things, difficulty,δ. ἔχειν D.5.1
, Arist.Pol. 1281a14, etc.; πλείους παρέχειν δυσκολίας ib. 1263a11;δ. ὀνομάτων J.AJ2.7.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκολία
-
9 δυσκολία
1) aridité2) difficulté -
10 δυσκολία
1) trudność (f) rzecz.2) utrudnienie (n) rzecz. -
11 δυσκολία
1) nesnadnost2) nesnáz3) obtíž4) obtížnost5) potíž6) těžkost -
12 δυσκολία
difficultyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δυσκολία
-
13 δυσκολίας
δυσκολίᾱς, δυσκολίαdiscontent: fem acc plδυσκολίᾱς, δυσκολίαdiscontent: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 δυσκολίαι
δυσκολίαdiscontent: fem nom /voc plδυσκολίᾱͅ, δυσκολίαdiscontent: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 δυσκολίαν
δυσκολίᾱν, δυσκολίαdiscontent: fem acc sg (attic doric aeolic) -
16 δυσκολίαις
δυσκολίαdiscontent: fem dat pl -
17 güçlük
δυσκολία, ζόρι -
18 meşakkat
δυσκολία, ταλαιπωρία -
19 zorlaşma
δυσκολία -
20 zorluk
δυσκολία, δυσχέρεια
См. также в других словарях:
δυσκολία — δυσκολίᾱ , δυσκολία discontent fem nom/voc/acc dual δυσκολίᾱ , δυσκολία discontent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολία — και δυσκολιά, η (AM δυσκολία) 1. δυστροπία, παραξενιά 2. δυσχέρεια («δυσκολίες τής ζωής») 3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά βρη δυσκολία», Σολωμ.) νεοελλ. βάσανο, στενοχώρια («τσ δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.) … Dictionary of Greek
δυσκολίᾳ — δυσκολίαι , δυσκολία discontent fem nom/voc pl δυσκολίᾱͅ , δυσκολία discontent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολία — η δυσχέρεια, εμπόδιο: Η ζωή της ήταν γεμάτη δυσκολίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσκολίας — δυσκολίᾱς , δυσκολία discontent fem acc pl δυσκολίᾱς , δυσκολία discontent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολίαι — δυσκολία discontent fem nom/voc pl δυσκολίᾱͅ , δυσκολία discontent fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολίαν — δυσκολίᾱν , δυσκολία discontent fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολιῶν — δυσκολία discontent fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολίαις — δυσκολία discontent fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… … Dictionary of Greek
δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… … Dictionary of Greek